Απεβίωσε η Παναγιώτα Κωστοπούλου- Γιαννούλια
Απεβίωσε στην Αμερική, όπου ζούσε η Καλαβρυτινή Παναγιώτα Κωστοπούλου- Γιαννούλια [Κοινωνική Λειτουργός].
Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα μετά την Καταστροφή, το έτος 1947 .
Ήταν το έκτο απ’ τα έξη παιδιά του διασωθέντα Σταύρου Κωστόπουλου από την ΄Άνω Ζαχλωρού και της Ελένης Παπαθεοδώρου από την Αροανία Καλαβρύτων΄.
Παντρεύτηκε τον γιατρό Σπύρο Γιαννούλια από την Κλειτορία και απέκτησαν μαζί τρία παιδιά .
Υπήρξε Θύμα του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
Ο πατέρας της, Σταύρος Κωστόπουλος υπήρξε ένας από τους δεκατρείς διασωθέντες που επέζησαν της μεγάλης Σφαγής των Καλαβρυτινών από τους Γερμανούς στις 13/12/1943 στο Λόφο του Καπή ….
Η εκλιπούσα υπήρξε άνθρωπος προσηνής, καλοπροαίρετος, δημιουργικός, με μόρφωση, ήθος και περισσή ευγένεια. Αγαπούσε βαθιά τον τόπο της και όλους εμάς τους συμπατριώτες της.
Καλό της Ταξίδι.
Αιωνία της η Μνήμη.
Στη μνήμη της δημοσιεύουμε παρακάτω τη βιωματική μαρτυρία του πατέρας της:
. [Όταν φθάσαμε στη "λάκκα του Καπή", "κάτσετε", μας είπαν. Άλλοι έκατσαν κι άλλοι έμειναν όρθιοι κουβεντιάζοντας και καπνίζοντας. Προσπαθούσαμε όλοι να μαντέψουμε το μεγάλο αίνιγμα που είχε ορθωθεί σαν διάβολος μπροστά μας.
Οι Γερμανοί σουλάτσερναν γύρω μας, ενώ πιο πάνου μερικοί άλλοι κράταγαν καραούλι. Φοβόντουσαν φαίνεται τους αντάρτες. Ίσως κιόλας να τους περίμεναν, γιατί συχνά ο υπαξιωματικός έβανε τα κιάλια του κι ερεύναγε γύρω τον τόπο. Έτσι εκεί κάτσαμε κάπου δυο ώρες. Ήτανε ώρες που μας φανήκανε ατέλειωτες...
Στις εντεκάμιση ήρθε ένας άλλος Γερμανός αξιωματικός με έξι στρατιώτες. Έφερε ένα χαρτί και το 'δωκε στον αναθεματισμένο πυράρχη, που κράταγε στα χέρια του μια βέργα και μας κοίταγε με περιφρόνηση. Ήταν κοντός. Μιας πιθαμής άνθρωπος. Στις δώδεκα ακούσαμε το μεγάλο ρολόι να μετράει τις ώρες. Συμβολική στιγμή. Ζήσαμε όμως ακόμα κάμποσο, ίσως και μισή ώρα. Ίσως...
Δεν μπορώ να καθορίσω. Έπειτα από λίγο φάνηκαν μερικές φωτοβολίδες. Οι διανοούμενοι άρχισαν να μιλάνε. Καθένας έλεγε κι από δυο ζουμερά λόγια. Και μετά, ο καθηγητής Αθανασιάδης βγήκε λίγο πιο μπροστά κι άρχισε να βρίζει γαλλικά τον Τέννερ και τους Γερμανούς. Ο Τέννερ τότε κάτι τραύλισε και κούνησε το χέρι του.
Λάλησαν αμέσως τα πολυβόλα. Άλλοι σκοτώθηκαν με τις πρώτες ριπές κι άλλοι έπεσαν κάτου απλήγωτοι. Εμένα με πήρε ένα βόλι από τις πρώτες ριπές των πολυβόλων χαμηλά στο πόδι (στην ποδοκνημική άρθρωση, είπαν οι γιατροί). Έπεσα κάτω μπρούμυτα. Αιμορραγούσα. Πάνω μου πέσανε αιμόφυρτοι κάποιοι συμπατριώτες μου. πλημμύρισα στο αίμα. Μετά ήρθανε πιο κοντά μας οι Γερμανοί κι άρχισαν στον καθένα να δίνουν τη χαριστική βολή....Με πιάσανε από το πόδι με τραβήξανε 5-6 μέτρα πιο πέρα αλλά δεν μου ρίξανε. Ήτανε γραφτό μου να ζήσω.
Λίγο πιο πέρα ένα παιδί φώναζε : «εμένα μικρό παιδί γιατί με σκοτώνετε;» Και η απάντηση των Γερμανών: «Ein minute-ένα λεπτό», μια ριπή και μετά σιγή. Ένας άλλος εκλιπαρούσε: «δώσε μου μια να με αποτελειώσετε..».
Ύστερα ήρθε η γυναίκα μου η Ελένη. Έσχισε τη φόδρα από τη ζακέτα της και μου ‘δεσε την πληγή που αιμορραγούσε. Μετά μισολιπόθυμο με βάλανε πάνω σε μια κουβέρτα και με μεταφέρανε κάτου…
Στη συνέχεια το τραύμα στο πόδι έπαθε γάγγραινα και ο Ερυθρός Σταυρός με μετέφερε στην Πάτρα όπου παρέμεινα για νοσηλεία πολλούς μήνες. Όταν επέστρεψα στα Καλάβρυτα, ο κοπετός από τη γερμανική λαίλαπα ακόμη δεν είχε καταλαγιάσει… ]
Μαρτυρία από το βιβλίο: «ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 13-12-43 – Στα μονοπάτια της μνήμης», Καλάβρυτα 2011, εκδόσεις του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος

